επίκομος

επίκομος
(I)
ἐπίκομος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει πλούσια κόμη, που έχει πλούσια, ωραία μαλλιά.
————————
(II)
ο
φυσιολ. όρος που δηλώνει την ύπαρξη ενός δεύτερου παραπληρωματικού κεφαλιού που η κορυφή του είναι ενωμένη με το κυρίως κεφάλι τού τέρατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”